-
1 προ-ώνυμος
προ-ώνυμος, mit Vornamen, Sp., wie Nonn.
-
2 πτερ-ώνυμος
πτερ-ώνυμος, nach den Federn od. Flügeln benannt, Plat. Phaedr. 252 c, wo Ἔρως als Πτέρως gedeutet wird, der Flügelgott.
-
3 περι-ώνυμος
περι-ώνυμος, ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.
-
4 παν-ώνυμος
παν-ώνυμος, von allen Namen, Sp.
-
5 πηρ-ώνυμος
πηρ-ώνυμος, nach dem Ränzel benannt, Schol. Lycophr. 183.
-
6 πολυ-ώνυμος
πολυ-ώνυμος, vielnamig, unter vielen Namen verehrt, Beiwort der Götter; H. h. Cer. 18. 32 (Bacchus, Soph. Ant. 1102; Artemis, Ar. Thesm. 320); vgl. Callim. Ap. 70 Dian. 7; Theocr. 15, 109; Ἶσις, Ep. (Ann. 281); κούρα, von der Jungfrau Maria, En. ad. 707 ( Ann. 384); auch in Prosa, Plat. Phaedr. 283 a; sehr berühmt, H. h. Apoll. 82; ὕδωρ, Hes. Th. 785; Θεία, Pind. I. 4, 1; ἄντρον, P. 1, 17.
-
7 συν-ομ-ώνυμος
συν-ομ-ώνυμος, mit od. zugleich denselben Namen führend; Achae. bei Ath. IV, 173 d; πατρός, Antp. Sid. 21 (VI, 206).
-
8 συν-ώνυμος
συν-ώνυμος, von gleichem Namen; Aesch. Suppl. 190; Eur. Hec. 502; ποταμὸς τῇ πόλει, Pol. 9, 27, 5, u. öfter bei Sp.; adv., Pol. 3, 35, 11. Vgl. Arist. cat. 1, 3 ton. 6, 10.
-
9 τρι-ώνυμος
τρι-ώνυμος, dreinamig, drei Namen habend, Sp.
-
10 ταὐτ-ώνυμος
ταὐτ-ώνυμος, desselben Namens, gleichnamig, Sp.
-
11 φυτ-ώνυμος
φυτ-ώνυμος, von einer Pflanze od. einem Baume den Namen habend, νῆσός τις πόλις ἐστὶ φυτώνυμον αἷμα λαχοῦσα Ep. ad. paralip. 156 (XIV, 34) aus dem Orakel, welches bei Ach. Tat. 2, 14 steht.
-
12 φερ-ώνυμος
φερ-ώνυμος, den Namen von einer bestimmten Veranlassung tragend, führend, den Namen nach Etwas habend, c. gen. Dah. den Namen mit Wahrheit führend, bes. sp. D., wie Nic. Th. 666 Nonn. D. 8, 75 Coluth. 246 Christodor. 1, 32; Schol. Lycophr. 1; Ael. H. A. 17, 8. – Adv., Arist. mund. 6 Heraclid. alleg. 22.
-
13 χριστ-επ-ώνυμος
χριστ-επ-ώνυμος, nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S.
-
14 χριστ-ώνυμος
χριστ-ώνυμος, nach Christus benannt, K. S.
-
15 χρῡσ-επ-ώνυμος
χρῡσ-επ-ώνυμος, nach dem Golde zubenannt, Sp.
-
16 ψευδ-ώνυμος
ψευδ-ώνυμος, von, mit, unter falschem, erdichtetem Namen, oder seinen Namen mit Unrecht führend, Aesch. Prom. 719 Spt. 652. – Adv. ψευδωνύ-μως, Aesch. Prom. 85.
-
17 μυσαρ-ώνυμος
μυσαρ-ώνυμος, mit schmutzigem Namen, Sp.
-
18 κακ-ώνυμος
κακ-ώνυμος, = δυςώνυμος, VLL.
-
19 καλλι-ώνυμος
καλλι-ώνυμος, schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
-
20 καλ-ώνυμος
καλ-ώνυμος, mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.
См. также в других словарях:
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek