-
1 Ὁμονῶος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμονῶος
-
2 Μινώος
-
3 Μινῷος
См. также в других словарях:
Μινῷος — Μῑνῷος , Μινώιος masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Ὁμονῶος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμονῶος
2 Μινώος
3 Μινῷος
Μινῷος — Μῑνῷος , Μινώιος masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)