-
1 νυχηβόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυχηβόρος
-
2 νυχηβόρος
-
3 νυχηβόρου
νυχηβόροςdevouring by night: masc /fem /neut gen sg -
4 μυχη-βόρος
μυχη-βόρος, im Winkel, in der Höhle fressend, f. L. für νυχηβόρος, bei Nic. Al. 446.
-
5 νυχο-βόρος
νυχο-βόρος, = νυχηβόρος (?).
См. также в других словарях:
νυχηβόρος — νυχηβόρος, ον (Α) (για ποντικό) αυτός που τρώει τη νύχτα ό,τι βρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ τού νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα + βόρος (< βορά). Το n τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
νυχηβόρου — νυχηβόρος devouring by night masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχηβόρος — μυχηβόρος, ον (Α) (εσφ. γραφ.) αντί νυχηβόρος … Dictionary of Greek