-
1 νιφό-βολος
-
2 νιφόβλητος,
νιφό-βλητος, u. νιφο-βλής, ῆτος, u. νιφό-βολος, mit Schnee beworfen, bedeckt -
3 νιφοβλής
νιφό-βλητος, u. νιφο-βλής, ῆτος, u. νιφό-βολος, mit Schnee beworfen, bedeckt -
4 νιφόβολος
νῐφό-βολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νιφόβολος
-
5 νιφοβολος
См. также в других словарях:
κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek