-
1 Ναίος
-
2 Ναῖος
-
3 νάιος
1 of a temple ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (Hermann: ναὸν codd., of the temple of Apollo at Delphi) P. 6.4 -
4 ναιός
-
5 Νάϊος
-
6 νάϊος
-
7 νάιος
νά̱ϊος, νήιοςmasc nom sg (doric)νά̱ϊος, νήιοςmasc /fem nom sg (doric) -
8 Ναίω
-
9 Ναίου
Νάιοςmasc gen sg -
10 Ναίους
Νάιοςmasc acc pl -
11 νήϊος
νηϊος, η, ον, [dialect] Dor. [full] νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers. 279, 336: ([etym.] ναῦς):—A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391;ν. ξύλα Hes.Op. 808
;ν. δοῦρα A.R.2.79
; νήϊα alone, oars, Nic.Th. 814;ἄνδρες νάϊοι A.Supp. 719
; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj. 357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT 409 (lyr.). -
12 Νάου
-
13 Νᾴου
-
14 Ναί'
-
15 Ναῖ'
-
16 Ναίε
-
17 Ναῖε
-
18 Ναίον
-
19 Ναῖον
-
20 Ναίοις
Νάιαneut dat plΝάιοςmasc dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Νάιος — Νάϊος και Νᾱος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στη Δωδώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την λ. ναός, ενώ, κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, συνδέεται με τις νύμφες τών νερών Ναϊάδες] … Dictionary of Greek
νάιος — νάϊος, α, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. νήιος … Dictionary of Greek
ναιός — ναιός, ὁ (Α) βλ. ναός … Dictionary of Greek
Ναῖος — Νάιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάιος — νά̱ϊος , νήιος masc nom sg (doric) νά̱ϊος , νήιος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίω — Νάιος masc nom/voc/acc dual Νάιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναῖε — Νάιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναῖον — Νάιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίου — Νάιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίους — Νάιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναίῳ — Νάιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)