-
1 ναπόας
-
2 νεωποίης
A official in charge of the temple-fabric,οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6
(Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also [suff] νεω-πόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); [full] νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: [dialect] Dor. [full] νᾱποίας SIG 1023.33, al. ([place name] Cos); [full] νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεωποίης
См. также в других словарях:
ναπόας — ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ναποίας, νεωποίης … Dictionary of Greek
ναποίας — και ναπόας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποίης … Dictionary of Greek
νεωποίης — και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α) υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού νεωποιός* (πρβλ. τα συνθ. σε αρχος … Dictionary of Greek