-
1 νάποινος
1 without reward of met., c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν ἔννομον δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (Schr.: νήποινος codd.) v. Forsmann, 143 ff.) P. 9.58 -
2 νάποινος
νάποινος· μάταιος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νάποινος
-
3 νάποινος
νά̱ποινος, νήποινοςunavenged: masc /fem nom sg (doric) -
4 νήποινος
-
5 νήποινος
A unavenged, without compensation, Hom. (only in Od.),νήποινοί κεν ὄλοισθε 1.380
, 2.145; ; ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι ib. 377, cf. 18.280; also νήποινα (as Adv.) ἀποκτείνειν (v.l. for νηποινεί) X. Hier.3.3.II φυτῶν νάποινος ( νή- codd.), like ἄμοιρος, without share of, unblest with fruitful trees, Pi.P.9.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήποινος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский