-
1 νώδυνος
νώδυνος (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον ϑῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.
-
2 νώδυνος
-
3 κάματος
κάματος, ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναϑ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴϑρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυςπενϑής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καϑεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηϑεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
См. также в других словарях:
νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… … Dictionary of Greek
νώδυνον — νώδυνος ν(e) masc/fem acc sg νώδυνος ν(e) neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek
νωδυνία — νωδυνία, ἡ (Α) [νώδυνος] λύτρωση από τις οδύνες, από τους πόνους … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek