-
1 νοσωσις
-
2 νόσωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόσωσις
-
3 νόσανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόσανσις
См. также в других словарях:
νόσωσις — νόσωσις, ἡ (Α) νόσανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ωσις μέσω *νοσῶ, όω (πρβλ. κάκ ωσις)] … Dictionary of Greek