Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νίτρον

См. также в других словарях:

  • νίτρον — νίτρον, τὸ (ΑΜ) βλ. νίτρο …   Dictionary of Greek

  • νίτρον — sodium carbonate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρόν — το χημ. αζωτούχα οργανική ένωση με πολύπλοκη σύνταξη, η οποία χρησιμοποιείται για την έρευνα και τον ποσοτικό προσδιορισμό τών νιτρικών και τών υπερχλωρικών ανιόντων καθώς και τών ιόντων τού ρηνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitrone… …   Dictionary of Greek

  • νίτρα — νίτρον sodium carbonate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτροις — νίτρον sodium carbonate neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρου — νίτρον sodium carbonate neut gen sg νιτρόω cleanse with pres imperat act 2nd sg νιτρόω cleanse with imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρων — νίτρον sodium carbonate neut gen pl νιτρόω cleanse with imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) νιτρόω cleanse with imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρῳ — νίτρον sodium carbonate neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • λίτρον — λίτρον, τὸ (Α) 1. (αρχ. τ.) νίτρον 2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή τού ν προ τού τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. τού λίτρα (η)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»