-
1 νίγλαρος
νίγλαροςwhistle: masc nom sg -
2 νίγλαρος
Grammatical information: m.Meaning: `whistle' (Ar. Ach. 554; in pl. `trills, quavers' (Pherecr. 145). but acc. to Poll. 4, 82 a small flute.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νίγλαρος
-
3 νίγλαρος
νίγλᾰρ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νίγλαρος
-
4 νιγλάρους
νίγλαροςwhistle: masc acc pl -
5 νιγλάρων
νίγλαροςwhistle: masc gen pl -
6 νίγλαροι
νίγλαροςwhistle: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
νίγλαρος — whistle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω … Dictionary of Greek
πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] … Dictionary of Greek