-
1 νήριον
νήριονoleander: neut nom /voc /acc sg -
2 νήριον
νήριον, τό, -
3 νήριον
Grammatical information: n,Meaning: `plantname, `Nerium Oleander, oleander' (Dsc. 4, 81, Plin.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: May belong to νηρόν `(fresh) water' because of the characteristic property of this plant, to follow the course of brooks (Strömberg Pflanzennamen 113).Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήριον
-
4 νηρίου
νήριονoleander: neut gen sg -
5 σπόγγος
σπόγγος, ὁ,A sponge, σ. πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον Od.1.111, cf. 22.439; ;ὑγρώσσων σ. ὤλεσεν γραφήν A.Ag. 1329
; used at the bath, Ar.Fr.55, Crates Com.15.7; for cleaning shoes. Ar.V. 600 (cf. σπογγίζω); cf. Arist.HA 487b9, 588b20, Ev.Matt.27.48, etc.II any spongy substance, σικυώνης ς. Hp.Steril.221; οἱ ς. the glands in the throat, tonsils, from their spongy nature and liability to swell, Id.Epid.4.7, Gal.19.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπόγγος
-
6 νήρειον
Grammatical information: n.Meaning: the plant `dolphin-flower' (Ps. Dsc. 3, 73)Derivatives: νηρειάδιον (ib.)Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήρειον
-
7 νήρις 1
νήρις 1.Grammatical information: ?Meaning: plant name, mostly taken as `(Fr.) sabine' (Nic. Th. 531), but Brenning and Wellmann (Diosc. 4, 81) identify it with νήριον.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νήρις 1
См. также в других словарях:
νήριον — oleander neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίου — νήριον oleander neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… … Dictionary of Greek
νήρειον — νήρειον, τὸ (Α) το φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού Νηρεύς ή τού νήριον] … Dictionary of Greek
νήριο — το (Α νήριον) βλ. νέριο … Dictionary of Greek