-
141 επιβαινω
(fut. ἐπιβήσομαι, aor. ἐπέβην, pf. ἐπιβέβηκα; для перех. значений: fut. ἐπιβήσω, aor. ἐπέβησα)1) входить, вступать(γαίης Λωτοφάγων Hom.; Σπαρτιάτιδος χθονός Eur.; γῆν καὴ ἔθνος Her.; γῆς Arst.; τῶν ἱερῶν Lys., Plat.)
ἐ. τῶν οὔρων Her. и τῶν ὅρων τῆς χώρας Plat. — переступать пределы, нарушать границы страны2) (на)ступать(τοῖς ποσίν Arst. и τῷ ποδί Plut.)
ἐ. τὸν δεξιὸν πόδα τινί Luc. — наступить правой ногой на что-л.;ἐ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν Plut. — двигаться в такт звукам свирели3) вторгаться(τῆς Λακωνικῆς ἐπὴ πολέμῳ Xen.; Αἰγύπτου τε καὴ Λιβύης Plat.; ἐπὴ τέν ἱερὰν χώραν Dem.; τῇ ικελίᾳ и εἰς Βοιωτίαν Diod.)
4) в(о)сходить, подниматься, взбираться(πύργων Hom.; τείχεος, ἀντίπυργον πέτραν Eur.; ταῖς ἀλλήλων ναυσίν Thuc.)
5) подниматься, т.е. ложиться(εὐνῆς Hom.; λέκτρων Aesch.; λεχέων Eur.)
ἐπιβὰς πυρῆς Hom. — будучи возложен на костер6) подниматься, т.е. садиться(ἵππων, δίφρου Hom.; νῶθ΄ ἵππων Hes.; νεῶν Hom., Eur.; τεθρίππων Eur.; ἐπὴ νεώς Her.; ἐπὴ τῶν ἵππων Plut.)
7) доходить, достигать(πόληος Hom.; ἄχρι Μιλήτου Luc.; εἰς τὸν Ὠκεανόν Plut.; τετταράκοντα ἐτῶν Plat.)
8) достигать, обретать(ἐϋφροσύνης Hom.; τιμῆς Hes.; δόξης Soph.; σοφίας Plat.)
ἀναιδείης ἐ. Hom. — стать бессовестным9) восставать(τῷ Ἀσσυρίῳ Xen.; τοῖς ἀρίστοις Plut.)
10) ( о животных) покрывать(τὸ и ἐπὴ τὸ θῆλυ Arst.; ταῖς ἵπποις Luc.)
11) ( о несчастьях) обрушиваться, поражать(τινά, τι и πρός τινα Soph.)
12) сажать, приказывать сесть(τινὰ ἵππων Hom.)
13) приводить(τινὰ πάτρης Hom.; ψαμάθων Λὐλίδος Eur.; ἀρχαίας εὐαμερίας Pind.)
ἐϋκλείης ἐ. Hom. — возвеличивать славой, прославлять;ἐ. τινὰ ἀοιδῆς Hes. — обучить кого-л. пению14) выводить, уводить15) класть, укладывать(τινὰ τῆς σοροῦ Luc.)
См. также в других словарях:
νεώς — νεώς, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. ναός … Dictionary of Greek
νεώς — νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) ναῦς ship fem gen sg ναῦς ship gen sg (attic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεῴς — νεῴ̆ς , ναός 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) νεῴ̆ς , νεώς 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέως — νέος young adverbial νέος young masc acc pl (doric ionic) νέος young adverbial (attic) νέος young masc/fem acc pl (attic doric) νέως indeclform (adverb) νεόω renovate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεῶς — νεόω renovate pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεῷς — νεάω plough up pres opt act 2nd sg νεάζω to be young fut opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] … Dictionary of Greek
λιπόνεως — λιπόνεως, ων (Α) λιπόναυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί νεως] … Dictionary of Greek
μεσόνεως — μεσόνεως, ων (Α) (για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο τού πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό νεως, περί νεως)] … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek