-
1 настать
-
2 ночь
-
3 ночь
ноч||ьж ἡ νύκτα, ἡ νύχτα, ἡ νύξ:темная (летняя) \ночь ἡ σκοτεινή (ή καλοκαιριάτικη) νύχτα· звездная \ночь ἡ ἀστροφεγγιά· бессонная \ночь ἡ ἄγρυπνη νύχτα· \ночь на дворе ἐξω εἶναι σκοτάδι, ἐνύχτωσε· с наступлением \ночьи μόλις νυχτώσει, μόλις νύχτωσε, περί λύχνων ἀφάς· по \ночьам χ(ς νύχτες, νυχτιάτικα· за \ночь σέ μιά νύχτα· всю \ночь напролет ὅλη τήν νύχτα· спокойной \ночьи καληνύχτα. -
4 приходить
приходитьнесов1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:\приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:приходит ночь νύχτωσε·3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:\приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω. -
5 ночь
-и, γεν. πλθ. -и θ. νύχτα•тмная ночь σκοτεινή νύχτα•
звздная ночь αστροφεγγής νύχτα•
безлунная ночь αφέγγαρη νύχτα•
ночь на двор νύχτωσε έξω•
ночь наступила η νύχτα ξάπλωσε•
при наступлении -и με το πέσιμο της νύχτας•
доброй ή (с)покойной -и καληνύχτα•
в глухую, глухая ночь μαύρη νύχτα•
по -ам τις νύχτες νυχτιάτικα•
за ночь για μια νύχτα•
в ночь (под) новый год τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς•
бессонная ночь άυπνη (άγρυπνη) νύχτα.
εκφρ.полярная ночь – πολική νύχτα•варфоломеевская ночь – η νύχτα του αγί?υ Βαρθολομαίου (η σφαγή)•на – πριν τον ύπνο•читать на ночь – διαβάζω πριν τον ύπνο•глухая (глубокая) ночь – βαθιά νύχτα•афинские -и – όργια των Διονυσίων. -
6 опустить
опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. κατεβάζω•опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•
опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•
опустить опять ξανακατεβάζω.
|| χαμηλώνω•голову κατεβάζω το κεφάλι•
опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
|| χαλαρώνω•подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.
|| αποθέτω, απιθώνω.2. ρίχνω•опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.
|| βάζω, χώνω•опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.
|| βυθίζω•опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.
3. κλείνω κατεβάζοντας•опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•
опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.
4. παραλείπω•излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.
|| αφήνω να ξεφύγει•опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.
εκφρ.опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.
|| κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•на колени γονατίζω•
опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•
сумерки -лись σουρούπωσε•
туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.
2. κλείνομαι•занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).
3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).εκφρ.опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας. -
7 смеркнуть
-нет, παρλθ. χρ. смерк κ. смеркнул, -ла, -лоρ.σ. νυχτώνω, βραδιάζω, σκοτεινιάζω.νυχτώνω, βραδιάζω, σκοτεινιάζω;•рано -лось (απρόσ.) νωρίς νύχτωσε.
-
8 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
9 угаснуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. угас, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. угасший κ. угаснувший ρ.σ.1. βλ. гаснуть.2. αργοπεθαίνω, σβήνω. || παρέρχομαι•день угас η. μέρα έσβησε (νύχτωσε).
См. также в других словарях:
ολοβραδιάζει — 1. (για την ημέρα) όλο και βραδιάζει, βραδιάζει συνεχώς, παίρνει και νυχτώνει 2. (ως απρόσ.) ολοβράδιασε νύχτωσε εντελώς … Dictionary of Greek
Ζωγράφου, Λιλή — (Ηράκλειο Κρήτης 1922 – 1998). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Ήταν κόρη δημοσιογράφου και εκδότη εφημερίδας στο Ηράκλειο Κρήτης, από τον οποίο κληρονόμησε την αγάπη για την αρθρογραφία αλλά και τον γνήσιο φιλελευθερισμό που τη διέκρινε. Στα… … Dictionary of Greek
Καλδάρας, Απόστολος — (Τρίκαλα 1922 – 1990). Λαϊκός συνθέτης. Φοίτησε στη γεωπονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως συνθέτης το 1967 με το τραγούδι «Η πόρτα ανοίγει», αλλά η μεγάλη επιτυχία… … Dictionary of Greek
νυχτώνει — νυχτώνει, νύχτωσε (ως απρόσ.) Σημειώσεις: νυχτώνει : σπάνια απαντάται και ως προσωπικό (νυχτώνω) με την έννοια του νυχτώνομαι (→ με βρίσκει η νύχτα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής