Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νωτόγραπτος

См. также в других словарях:

  • νωτόγραπτος — νωτόγραπτος, ον (ΑΜ) (για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • νωτόγραπτα — νωτόγραπτος having markings on the back neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτόγραπτοι — νωτόγραπτος having markings on the back masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»