-
1 νωτογραπτος
-
2 νωτόγραπτος
νωτό-γραπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτόγραπτος
-
3 νωτόγραπτος
νωτό-γραπτος, mit bemahltem, buntem Rücken -
4 νωτόγραπτα
νωτόγραπτοςhaving markings on the back: neut nom /voc /acc pl -
5 νωτόγραπτοι
νωτόγραπτοςhaving markings on the back: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
νωτόγραπτος — νωτόγραπτος, ον (ΑΜ) (για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek
νωτόγραπτα — νωτόγραπτος having markings on the back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτόγραπτοι — νωτόγραπτος having markings on the back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)