-
1 νωτακμων
-
2 νωτάκμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτάκμων
-
3 νωτάκμων
-
4 νωτάκμονες
νωτάκμωνwith mailed back: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] … Dictionary of Greek
νωτάκμονες — νωτάκμων with mailed back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)