-
1 νωτιαίος
-
2 νωτιαῖος
-
3 νωτιαῖος
-
4 νωτιαιος
-
5 νωτιαῖος
-
6 νωτιαίος
αία, ο[ν] спинной;νωτιαίος μυελός — спинной мозг
-
7 νωτιαῖος
A spinal, ν. ἄρθρα the spinal vertebrae, E.El. 841 ;ν. μυελός Hp.Aph. 5.18
, Pl.Ti. 74a ; ὁ ν., without μυελός, Hp.Art.45 ;ν. ἄκανθα Diog.
Apoll.6.2 λεπὶς ν. back-plate, Ph.Bel.63.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτιαῖος
-
8 νωτιαίος
sırt, arka, geri -
9 κατα-νωτιαῖος
κατα-νωτιαῖος, auf, hinter dem Rücken, Poll. 1, 148.
-
10 ἐν-νωτιαῖος
ἐν-νωτιαῖος, α, ον, im Rücken befindlich, μυελός, Rückenmark, Medic.
-
11 спинной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спинной
-
12 omurilik
νωτιαίος μυελός -
13 νωτιος
-
14 спинной
спиннойприл анат. νωτιαίος, τής ράχης:\спинной хребет ἡ σπονδυλική στήλη, τό ραχοκόκκαλο· \спинной мозг ὁ νωτιαίος μυελός. -
15 νωτιαίον
-
16 νωτιαῖον
-
17 νωτιαία
νωτιαί̱ᾱ, νωτιαῖοςspinal: fem nom /voc /acc dualνωτιαί̱ᾱ, νωτιαῖοςspinal: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
18 νωτιαίας
νωτιαί̱ᾱς, νωτιαῖοςspinal: fem acc plνωτιαί̱ᾱς, νωτιαῖοςspinal: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 νωτιαίων
νωτιαί̱ων, νωτιαῖοςspinal: fem gen plνωτιαί̱ων, νωτιαῖοςspinal: masc /neut gen pl -
20 спинной
επ.της ράχης• νωτιαίος, ραχιαίος, ραχίτης•-ые позвонки νωτιαίο ι ή θωρακικοί σπόνδυλοι.
εκφρ.спинной мозг – νωτιαίος ή ραχίτης μυαλός•- ая струна – βλ. хорда (2 σημ.)•спинной хребет – σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά.
См. также в других словарях:
νωτιαῖος — spinal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… … Dictionary of Greek
νωτιαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται στα νώτα ή που αναφέρεται σ αυτά: Νωτιαίος μυελός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωτιαίος μυελός — Στοιχείο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. λ. μυελός οστών … Dictionary of Greek
νωτιαῖον — νωτιαῖος spinal masc acc sg νωτιαῖος spinal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιαῖα — νωτιαῖος spinal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιαῖαι — νωτιαῖος spinal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιαῖοι — νωτιαῖος spinal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
νωτιαία — νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc/acc dual νωτιαί̱ᾱ , νωτιαῖος spinal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)