-
1 вялый
вялый 1) (о цветах) μαραμένος 2) (о человеке) νωθρός, μαλθακός* * *1) ( о цветах) μαραμένος2) ( о человеке) νωθρός, μαλθακός -
2 инертный
αδρανής, νωθρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инертный
-
3 вялый
вял||ыйприл1. (о цветах) μαραμένος·2. (о мышцах, теле) χαλαρός·3. (лишенный живости, бодрости) νωθρός, μαλθακός, ἀτονος/ ἀδρανής (лишенный инициативы). -
4 инертный
инертн||ыйприл ἀδρανής, νωθρός. -
5 ленивый
ленив||ыйприл τεμπέλης, ὁκνηρός / νωθρός (вялый)· ◊ \ленивыйые щи кул. πρόχειρη λαχανόσουπα. -
6 медлительный
медли́тельн||ыйприл βραδυκίνητος, βραδύς, ἀργός:\медлительныйый человек νωθρός (или βραδυκίνητος) ἄνθρωπος. -
7 мямля
мям||ля м, ж разг ὁ νωθρός (или ὁ ἀναποφάσιστος) ἀνθρωπος. -
8 неживой
нежив||ойприл1. (мертвый) νεκρός, πεθαμένος·2. (неодушевленный) ἄψυχος:\неживойая природа ἡ ἄψυχη φύση·3. (вялый) νωθρός / ἀπαθής (апатичный). -
9 неповоротливый
неповоротлив||ыйприл ἀδέξιος, ἀνεπι-τήδειος (неловкий)/ δυσκίνητος, ἀργοκίνητος, νωθρός (медлительный). -
10 нерасторопный
нерасторопныйприл νωθρός, δυσκίνητος, βραδυκίνητος. -
11 пассивный
пасси́вн||ыйприл παθητικός / νωθρός (о человеке):\пассивныйое сопротивление ἡ παθητική ἀντίσταση· ◊ \пассивныйое избирательное право ἡ ἐκλεξιμότης. -
12 сонливый
сонли́в||ыйприл1. (сонный) νυσταλέος, νυσταγμένος, ὑπναλέος/ κοιμισμένος, νωθρός (вялый):\сонливыйый человек ὁ κοιμισμένος ἄνθρωπος·2. (любящий много спать) ὑπναλέος, ὑπνιάρης, ὑπναρας. -
13 сонный
сонн||ыйприл1. (сонливый) νυσταλέος, νυσταγμένος, ὑπναλεος/ κοιμισμένος, νωθρός (вялый):\сонныйое состояние ἡ νύστα·2. (снотворный) ὑπνωτικός, ναρκωτικός· ◊ \сонныйая артерия анат. ἡ καρωτίδα [-ίς]. -
14 апатический
επ.απαθής, αδιάφορος•-ое состояние κατάσταση αδιαφορίας.
|| άψυχος, μη ζωηρός•апатический взгляд απλανές (άτονο) βλέμμα.
|| νωθρός, ονινός. -
15 байбак
-а α.1. αρκτόμυς.2. οκνός, νωθρός, τεμπέλης. -
16 бездеятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;αδρανής, νωθρός, οκνηρός. -
17 квашня
-й, γεν. πλθ. -ей θ.1. ζυμωτήρι, σκάφη ζυμώματος.2. ζυμάρι γινόμενο.3. (απλ.) άνθρωπος δυσκίνητος, νωθρός, μπάταλος. -
18 кисель
-а (-й) α.1. κισελι, ζελέ•клюквенный кисель κισελι από ξινόμουρα•
молочный -γαλακτερό κισελι.
2. μτφ. λάσπη•дорога οΐέ.-ла -ем ο δρόμος λάσπωσε (έγινε σαν το κισελι).
|| νωθρός, άβουλος άνθρωπος.εκφρ.за семь верст -а хлебать – (απλ.) δεν αξίζει τον κόπο•дать ή поддать -я кому – (απλ.) χτυπώ, σκουντώ από πίσω με το γόνυ κάποιον. -
19 кисляй
-я α.νωθρός, οκνός, κατσούφης. -
20 копотливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. αργός, αργοκίνητος, βραδυκίνητος• νωθρός, νωχελής.2. βλ. кропотливый.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νωθρός — heavy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… … Dictionary of Greek
νωθρός — ή, ό ράθυμος, αργοκίνητος, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωθρότερον — νωθρός heavy adverbial comp νωθρός heavy masc acc comp sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροτάτων — νωθρός heavy fem gen superl pl νωθρός heavy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθροτέρων — νωθρός heavy fem gen comp pl νωθρός heavy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρῶν — νωθρός heavy fem gen pl νωθρός heavy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρόν — νωθρός heavy masc acc sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότατα — νωθρός heavy adverbial superl νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότατον — νωθρός heavy masc acc superl sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθραῖς — νωθρός heavy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)