Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νωθρός

См. также в других словарях:

  • νωθρός — heavy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό ράθυμος, αργοκίνητος, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωθρότερον — νωθρός heavy adverbial comp νωθρός heavy masc acc comp sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροτάτων — νωθρός heavy fem gen superl pl νωθρός heavy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροτέρων — νωθρός heavy fem gen comp pl νωθρός heavy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρῶν — νωθρός heavy fem gen pl νωθρός heavy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρόν — νωθρός heavy masc acc sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότατα — νωθρός heavy adverbial superl νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθρότατον — νωθρός heavy masc acc superl sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθραῖς — νωθρός heavy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»