Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νωθρο-ποιός

См. также в других словарях:

  • κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… …   Dictionary of Greek

  • νωθροποιός — νωθροποιός, όν (Μ) αυτός που κάνει κάποιον νωθρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»