Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νυχτερίδα

См. также в других словарях:

  • νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… …   Dictionary of Greek

  • νυχτερίδα — η θηλαστικό ζώο νυχτόβιο, της τάξης Xειρόφτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Stratis Tsirkas — (en grec moderne : Στρατής Τσίρκας), de son vrai nom Yannis Hadziandréas, est né le 23 juillet 1911 au Caire (ville dans laquelle était installée une importante communauté grecque) et décédé le 27 janvier 1980, est un écrivain et… …   Wikipédia en Français

  • δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • δεσμόδους — ο νυχτερίδα τής τροπικής Αμερικής η οποία με τους κυνόδοντές της δαγκώνει τα θύματά της και ρουφάει αίμα …   Dictionary of Greek

  • λασίουρος — ο ζωολ. γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα τής οικογένειας vespertilionidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lasiurus < λάσιος + ουρά] …   Dictionary of Greek

  • μακρόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει μακριά γλώσσα 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από μακρογλωσσία 3. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόγλωσσος ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, πεταλούδα, τής οικογένειας sphingidae β) γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα, τής… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερίδα — η (ΑΜ νυκτερίς, Μ και νυκτερίδα) βλ. νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • νυχτοπέτα — η η νυχτερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πετώ] …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»