-
1 νυστακτής
-
2 νυστακτής
См. также в других словарях:
νυστακτής — νυστακτής, ὁ (Α) [νυστάζω] (για τον ύπνο) αυτός που αναγκάζει κάποιον να κλίνει το κεφάλι προς τα κάτω … Dictionary of Greek
νυστακτής — drowsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυστακτικώς — (Α νυστακτικῶς) [νυστακτής] επίρρ. με νυσταλέο τρόπο … Dictionary of Greek