-
1 νυμφηγέτης
A = νυμφαγέτης (q. v.),Ἀπόλλων IG12(8).358
(Thasos, V B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφηγέτης
См. также в других словарях:
μουσηγέτης — Προσωνύμιο του Απόλλωνα. Βλ. λ. Μουσαγέτης ή Μουσηγέτης ή Μοισαγέτας. * * * μουσηγέτης, δωρ. τ. μουσαγέτας, ὁ (Α) 1. ως κύριο όν. (για τον Απόλλωνα) ο ηγέτης τών Μουσών 2. συνθέτης μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα (Ι) + ᾱγέτας / ηγέτης (<… … Dictionary of Greek
μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… … Dictionary of Greek
ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ … Dictionary of Greek