Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νυμφᾱ-γενής

См. также в других словарях:

  • κορυφαγενής — κορυφαγενής, ές (Α) 1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός 2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. τού κορυφή) + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, νυμφα γενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»