Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νυμφιδίαν

См. также в других словарях:

  • νυμφιδίαν — νυμφιδίᾱν , νυμφίδιος bridal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνανδρος — η, ο (ΑΜ μόνανδρος ον) νεοελλ. για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδρος η γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο) * ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»