-
1 νυμφεῖος
A bridal, nuptial,λέχη Simon. 124
B ;εὐνά Pi.N.5.30
, cf. E. l.c. ; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 ([place name] Egypt): hence as Subst.2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), [dialect] Ep.νυμφήϊα Mosch.2.159
: τά :— nuptial rites, marriage, S.Tr.7 ; but3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant. 568.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφεῖος
См. также в других словарях:
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek