Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νυκτ-ηρεφής

См. также в других словарях:

  • κισσηρεφής — ές (Α κισσηρεφής, ές) ο καλυμμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ ηρεφής, πετρ ηρεφής. Το η λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • πετρηρεφής — ές, Α με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • φυλληρεφής — ές, Ν (λόγιος τ.) καλυμμένος από φυλλώματα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ ηρεφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»