-
1 νυκτερετης
См. также в других словарях:
μονερέτης — και ιων. τ. μουνερέτης, ὁ (Α) αυτός που κωπηλατεί μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἐρέτης (< ἐρέσσω «κωπηλατώ»), πρβλ. νυκτ ερέτης] … Dictionary of Greek
1 νυκτερετης
μονερέτης — και ιων. τ. μουνερέτης, ὁ (Α) αυτός που κωπηλατεί μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἐρέτης (< ἐρέσσω «κωπηλατώ»), πρβλ. νυκτ ερέτης] … Dictionary of Greek