-
1 νυκτιβαῦ
νυκτῐ-βαῦ, indecl.,A = νυκτικόραξ, PMag.Berol.1.223 ; but gen.- βαοῦτος PMag.Osl.1.264
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιβαῦ
См. также в других словарях:
νυκτιβαύ — νυκτιβαῡ (Α) (άκλ., αλλά υπάρχει γεν. νυκτιβαοῡτος) νυκτικόραξ, νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πιθ. βαῦ, μίμηση τού γαυγίσματος τών σκύλων] … Dictionary of Greek