-
41 ποταμός
ποτᾰμός (-οῦ, -ῷ, -όν, -οί.)1 river ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (i. e. ποτάμιον) O. 2.9ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον O. 5.11
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22
“ χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” P. 9.47 “ ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (? the river Nestos, west of Abdera) Πα. 2.. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ad Θρ.. [ποταμοῦ (Π: del. Wil. ut gloss.) fr. 70. 2.] cf.Σ, Pae. 10.2
-
42 σκότος
σκότος (τό: but cf. Barrett on Eur., Hipp. 192.) = σκότος infra. ταύταν (sc. ? κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( σκότῳ coni. Schneidewin) fr. 42. 6. κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 3.------------------------------------σκότος (ὁ.)1 darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; O. 1.83γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.40
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. -
43 ὑπαίθριος
1 in the open airἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος O. 6.61
-
44 φάος
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)a lit.,I lightἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75
esp., light of day,φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3
ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.II light of this world, lifeἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62III light, gazeἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
II met.,I light ( of fame), splendourτόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
cf. ] το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-νειν N. 4.38
of pers.,εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75
III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth I. 6.62c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10. -
45 ἥμισυς,-εια,-υ
+ A 32-61-14-21-14=142 Ex 24,6(bis); 25,10(ter)half, the half of Jos 13,31; τὸ ἥμισυ the half Lv 6,13(20); the half of [τινος] Ex 24,6τὰς ἡμίσεις τῶν ἁμαρτιῶν half of the sins (followed by a subst. in gen., which determines the number and gender of ἥμισυς) Ez 16,51, see also 1 Mc 3,34; οἱ ἡμίσεις φυλῆς the half tribe Jos 4,12; δύο πήχεων καὶ ἡμίσους two cubits and a half Ex 25,10(9); ἐν ἡμίσει τῆς νυκτός at midnight JgsB 16,3; ἥμισυ τῆς ἡμέρας middle of the day Neh 8,3; ἥμισυ ἡμερῶν μου in the midst of my days Ps 101(102),25; ἥμισυ [+comp.] half Jos 9,2d; [+verb] Neh 13,24 *1 Chr 4,31 ἥμισυ Σωσιμ half of Sosim-סוסים חצי for MT סוסים חצר Hazar Susim (horse-farm)Cf. ALLEN, L. 1974B, 82(1 Chr 4,37) -
46 μεσάζω
+ V 0-0-0-0-1=1 Wis 18,14to be in the middle; νυκτὸς μεσαζούσης at midnight -
47 μεσόω
+ V 2-1-1-0-2=6 Ex 12,29; 34,22; JgsA 7,19; Jer 15,9; Jdt 12,5to be in or at the middle (of time) Jer 15,9ἐγενήθη δὲ μεσούσης τῆς νυκτός it happened in the middle of the night, at midnight (semit., rendering MT ויהי הלילה בחצי Ex 12,29; τῆς φυλακῆς τῆς μεσούσης the middle watch (the night was divided into three periods or watches) JgsA 7,19Cf. WEVERS 1990 183(Ex 12,29).566(Ex 34,22) -
48 αὐτίκα
A forthwith, at once, in a moment, which notion is strengthd. by Hom. inαὐ. νῦν, μάλ' αὐ.
on the spot,Od.
10.111, al.: c. part., αὐτίκ' ἰόντι immediately on his going, 2.367; beginning a sentence, Sapph.Supp. 20a.13: in Prose, αὐ. γενόμενος as soon as born, Hdt.2.146;αὐ. μάλα Id.7.103
, IG12.39.47, Pl.Prt. 318b; αὐ. δὴ μάλα presently (at the end of a sentence), D.21.19,23;αὐ. νυκτός Theoc.2.119
.2 now, for the moment,αὐ. καὶ μετέπειτα Od.14.403
;ὁ μὲν αὐτίχ' ὁ δ' ἥξει A.Ch. 1020
; ἡδὺ μὲν γὰρ αὐ... ἐν δὲ χρόνῳ .. E.Andr. 781 (lyr.); Th. opposes τὸ αὐ. andὁ μέλλων πόλεμος 1.36
, cf. 2.41: with a Subst.,τὴν μὲν αὐτίχ' ἡμέραν S.OC 433
; ὁ αὐ. φόβος momentary fear, Th.3.112, cf. 1.41, 124.3 in a slightly future sense, immediately, presently,αὐτίκ' ἀκούσεσθε D.19.17
, cf. S.Ph.14, 1001, Ar.Pl. 347, etc.; opp. νῦν, Pl.Grg. 459c, R. 420c;ἐμπέπτωκεν εἰς λόγους οὓς αὐ. μᾶλλον.. ἁρμόσει λέγειν D.18.42
. -
49 βλέφαρον
A eyelids,βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας Od.9.389
, al.; of sleep,φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας 5.493
; ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιϊν (dual) Il.10.187;ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν Od.20.54
, al.;παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα Pi.P.9.24
; γλεφάρων ἁδὺ κλάϊστρον ib.1.8;βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; β. συμβαλεῖν, κοιμᾶν ὕπνῳ, A.Ag.15, Th. 3; of weeping,δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490
, cf. 23.33; of death,λύειν β. S.Ant. 1302
: in Prose, Antipho Soph. 81a, Pl. Ti. 45d, PPetr.3p.23 (iii B. C.): rarely in sg., E.Or. 302;β. τὸ ἄνω καὶ κάτω Arist.HA 491b19
, cf. PA 657b14.II in pl., eyes,βλεφάρων κυανεάων Hes.Sc.7
(where the fem. Adj. points to a nom. ἡ βλέφαρος); freq. in Trag.,σκοτώσω β. καὶ δεδορκότα S.Aj.85
, cf. Tr. 107 (lyr.): in sg., of the sun,ἁμέρας β. Id.Ant. 104
(lyr.); of the curtain of darkness at nightfall,νυκτὸς ἀφεγγὲς β. E.Ph. 543
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλέφαρον
-
50 δείλη
δείλη, ἡ,A afternoon (δ. ἡμέρας τελευτή Pl.Def. 411b
),ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ Il.21.111
: divided into early and late ( πρωΐα and ὀψία), περὶ δείλην πρωΐην γενομένην Hdt.8.6
(opp. δ. ὀψίην, ib.9);δείλης ὀψίης Id.7.167
, cf. D.57.9;περὶ δείλην ἤδη ὀψίαν Th.8.26
; laterπερὶ δ. ἑσπέραν Ph.2.533
, Hdn.3.12.7.II δ. alone,1 early afternoon,δείλῃ δὲ τέμνεται ὀπώρα S.Fr. 255
;ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας.., ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο X.An.1.8.8
; ἀμφὶ δείλην ib.2.2.14 (opp. ὀψέ, ib.16);περὶ δείλην Hdt.9.101
, Th.4.69, 103; ἀπὸ δείλης from the hour of afternoon, Arist.HA 564a19; in the course of the afternoon,X.
An.7.3.10; but also,b late afternoon, τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον.. ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο ib.3.3.11; ἡνίκα ἦν δ., opp. τῆς νυκτός, ib.3.4.34, cf.4.2.1,7.2.16;μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ Id.HG1.1.5
, cf. 4.1.22;ἀπ' ἠοῦς μέχρι δείλης Pl.Def. 411a
; ἕωθεν καὶ δείλης early in the morning and late in the evening, Arist.Fr. 531;πρὸς τὴν δείλην Id.HA 596a23
; δείλαν alone, Theoc.10.5.2 in late Prose, any time of day, περὶ μεσημβρίαν δ. about mid-day, Ach.Tat.3.2.b apparently, day, opp. night, δείλ (η) ς ἐργ ([etym.] άταις) PLond.1.131r44 (ii A.D.), cf. 244. -
51 δημιουργός
A one who works for the people, skilled workman, handicraftsman (opp. ἰδιώτης, Pl. Plt. 298c, Prt. 327c, Ion 531c), Od.17.383, 19.135;ἐχάλκευσε ξίφος.. Αιδης δ. ἄγριος S.Aj. 1035
; of medical practitioners, Hp.VM1, Pl.Smp. 186d; but opp. scientific physicians ([etym.] ἀρχιτεκτονικοί), Arist.Pol. 1282a3; of sculptors, Pl.R. 529e; of confectioners and cooks, Hdt.7.31, Men.518.12 (fem.), Antiph.225, Alexandr.Com.3; μέλιτος δ., of the bee, Jul.Or.8.241a; οἱ δ. the artisan class at Athens, Arist.Ath.13.2, Plu.Thes.25; opp. πολιτικοί, Pl.Ap. 23e; δαμιουργοί, = πόρναι, Hsch.2 metaph., maker,ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp. 188d
; νόμων, πολιτείας, Arist.Pol. 1273b32;λόγων Aeschin. 3.215
; δ. κακῶν author of ill, E.Fr.1059.7;πειθοῦς δ. ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a
; , Arist.Pol. 1329a21; ; ὄρθρος δημιοεργός morn that calls man to work, h.Merc. 98.3 creator, producer,νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti. 40c
; ; esp. in later philosophy, the Creator of the visible world, Demiurge, [Philol.]21, Hp.Ep.23, Ph.1.632, etc.;ὁ νοῦς ἀπεκύησε ἕτερον νοῦν δ. Corp.Herm.1.9
; also name for μονάς, Theol.Ar.5.24: as Adj., δ. λόγος creative reason, Syrian.in Metaph.7.27.II in many Greek states, title of a magistrate, Th.5.47 ([place name] Mantinea), Epist. Philipp. ap. D.18.157 ([place name] Peloponnesus), Plb.23.5.16 (Achaean League), etc.:—[dialect] Dor. [full] δαμιωργός, IG12(3).174 ([place name] Astypalaea); [full] δαμιουργός, ib. 4.679 ([place name] Hermione); [full] δαμιοργός, ib.5(1).1390.116 (Andania, i B. C.); [full] δαμιεργός, ib.12(3).168 ([place name] Astypalaea):—[dialect] Ion. [full] δημιοργός, ib.12(7).241 ([place name] Amorgos), Michel368.1 ([place name] Samos).—In Arist.Pol. 1275b29 there is a play upon the double meaning.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργός
-
52 διαγρηγορέω
A start into full wakefulness, Ev.Luc.9.32; keep awake,πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. Hdn.3.4.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγρηγορέω
-
53 διαγρυπνέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγρυπνέω
-
54 εὐήκοος
3 inclined to give ear, of the gods,θνατοῖς AP9.316.5
(Leon.), cf. IG12(2).101, 105 (Mytil.); written εὐήκουος, Sammelb.4607.5: generally, inclined,πρὸς μεταβολήν Thphr.CP 2.14.5
([comp] Sup.). Adv. - όως, διακεῖσθαι πρός τι Plb.27.7.7
.II [voice] Pass., easily heard, audible, Arist.Top. 107b2; -οώτερα τὰ τῆς νυκτός Id.Pr. 899a19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήκοος
-
55 εὐφρόνη
A the kindly time, euphem. for νύξ, night, chiefly poet., Hes.Op. 560, Pi.N.7.3, etc.: also in [dialect] Ion. and late Prose, Heraclit. 26, 57, Hdt.7.12, 56, al., Hp.Mul.1.1, Jul.Or.2.85b; ἄστρων εὐ., = ἀστερόεσσα εὐ., S.El.19; εὐφρόνης, = νυκτός, by night, Epist.Anaximen. ap.D.L.2.4;κατ' εὐφρόνην A.Pers. 221
(troch.), S.El. 259.II = εὐφροσύνη, Hsch., cf. E.Hel. 1470 codd. (lyr., sed leg. εὐφροσύναν).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφρόνη
-
56 ζά
Aζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6
, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰχῶρις ἔχην Sapph.Oxy. 1787
Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc. -
57 καθεύδω
καθεύδω, so also in [dialect] Ion., Hdt.2.95 codd.: [tense] impf. καθεῦδον ([etym.] καθηῦδον) Il.1.611, Ar.Av. 495, Pl.Smp. 217d, al.;Aἐκάθευδον Lys.1.13
,23, X.Oec.7.11: [tense] fut. , X.Cyr.6.2.30, etc.: [tense] aor. ἐκαθεύδησα (not in [dialect] Att.), Luc.Asin.6; inf. καθευδῆσαι Hp Int.12:— lie down to sleep, sleep, Il.1.611, Od.3.402, etc.; opp. ἀγρυπνέω, ἐγρήγορα, Thgn.471, Pl.Phd. 71c, etc.;καλὸς νέκυς, οἷα καθεύδων Bion 1.71
;κ. μάτην A.Ch. 881
; νυκτὸς κ. to sleep by night, Pl.Phdr. 251e; κ. τὰς νύκτας to sleep all one's nights, Bato 4; μαλακῶς, σκληρῶς κ., Antiph.187.6, Timocl.16.2; of male and female,ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Od.8.313
;κ. μετά τινος Pl.Smp. 219d
: generally, pass the night, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι κἀκεῖ κ. And.1.45; κ. ἐπὶ ξύλου roost, of a fowl, Ar.Nu. 1431; ἐκ τοῦ καθεύδοντος from a sleeping state, Pl.Phd. 72b.II metaph., lie asleep, lie idle, , cf. X.HG5.1.20, An.1.3.11, D.19.303; κ. τὸν βίον to be asleep all one's life, sleep away one's life, Pl.R. 404a; opp. ἐνεργεῖν, Arist.EN 1157b8; opp. προσέχειν τοῖς πράγμασι, Plu.Pomp.15.2 of things, lie still, be at rest, ἐλπίδες οὔπω κ. E.Ph. 634; : τοὺς νόμους ἐᾶν κ. Plu.Ages. 30.3 of the sleep of death,καθεύδοντες ἐν τάφῳ LXXPs.87(88).6
, cf. Da.12.2, 1 Ep.Thess.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθεύδω
-
58 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
-
59 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
-
60 κέλευθος
A road, path, not common in lit. sense,πολλαὶ γὰρ ἀνὰ στρατόν εἰσι κέλευθοι Il.10.66
;Ἰσθμία κ. B.17.17
; ἐν κελεύθοις in the streets, A.Ch. 349 (lyr.); , cf. Parm.1.11; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι, Il. 14.17, Od.5.383, etc.; ὑγρὰ, ἰχθυόεντα κ., of the sea, 3.71, 177; ἁλὸς βαθεῖαν (vel - είας)κ. Pi.P.5.88
; ἄρκτου στροφάδες κ. paths, orbits, S. Tr. 131 (lyr.), cf. E.Hel. 343 (lyr.); θεῶν δ' ἀπόεικε κελεύθου withdraw from the path of the gods, Il.3.406 (v.l. ἀπόειπε κελεύθους): metaph., ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν on the open road of action, Pi.I.5(4).23, cf. O.6.23;στείχει δι' εὐρείας κ. μυρία παντᾷ φάτις B.8.47
;ἔστι μοι μυρία παντᾷ κ. Pi.I.4(3).1
, cf. B.5.31: Πειθοῦς, Δίκας κ., Parm.4.4, B.10.26.II journey, voyage, by land or water, ; οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου would not have halted from their onward way, Il.11.504, cf. 12.262; πολλὰ κ. a far journey, i.e. a great distance, S.OC 164 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλευθος
См. также в других словарях:
Νυκτός — Νύξ night fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτός — νύξ night fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нощьныи — (85) пр. 1.Относящийся к ночи, свойственный ночи: множьства ради щедротъ твоихъ изволивыи намъ прѣити веръстѹ д҃ньвнѹю. и на прѣдѣлы прѣстѹпити нощьныѧ. СбЯр XIII, 216; и мало времѧ нощноѥ почиваше. и множаиша на ѹчениѥ ст҃хъ словесъ пребываше.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευκατάνυκτος — εὐκατάνυκτος, ον (Μ) 1. αυτός που μετανοεί, που μεταμελείται εύκολα 2. εκείνος που εύκολα νιώθει θρησκευτική κατάνυξη. επίρρ... εὐκατανύκτως με μεγάλη κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νυκτος (< κατα νύσσω), πρβλ. α κατά νυκτος, δυσ κατά… … Dictionary of Greek
νυκτεγερτώ — νυκτεγερτῶ και νυκτηγρετῶ, έω (Α) είμαι φρουρός και αγρυπνώ κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐγερτῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *νυκτεγέρτης (< νύξ, νυκτός + ἐγείρω «ξαγρυπνώ»). Ο τ. νυκτηγρετῶ < νύξ, νυκτός + θ. εγρε… … Dictionary of Greek
πάννυκτος — ον, Μ παννύχιος, αυτός που διαρκεί όλη τη νύκτα, ολονύκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νυκτός (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ακρό νυκτος] … Dictionary of Greek
Нюкта — У этого термина существуют и другие значения, см. Нюкта (значения). Иное название этого понятия «Никс»; см. также другие значения. Нюкта / Никта (Νυκτός) … Википедия
нощь — НОЩ|Ь (831), И с. Ночь: пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; сии по вс˫а д҃ни и нощи писааше книгы въ келии ЖФП XII, 44г; и тои нощи полѹнощи ˫ависѧ ст҃ыи николаѥ. ц҃рю констѧнтинѹ ЧудН XII, 70в; то же СбТр к. XIV, 183; ˫ако бо тать въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… … Hofmann J. Lexicon universale
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek