-
1 νυκτο-πλανής
νυκτο-πλανής, ές, = νυκτιπλανής, Maneth. 1, 311.
-
2 νυκτοπλανής
νυκτο-πλᾰνής, ές,A = νυκτιπλανής, Man.1.311.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτοπλανής
См. также в других словарях:
λαοπλανής — λαοπλανής, ές (Μ) αυτός που εξαπατά τον λαό, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλανής (< πλανῶ), πρβλ. δολο πλανής, νυκτο πλανής] … Dictionary of Greek