-
1 νυκτοβόα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτοβόα
-
2 νυκτιβόας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιβόας
См. также в других словарях:
νυκτιβόας — νυκτιβόας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας] … Dictionary of Greek