-
1 νυκτι-φρούρητος
νυκτι-φρούρητος, des Nachts bewachend, ϑράσος, Aesch. Prom. 863.
-
2 νυκτιφρούρητος
См. также в других словарях:
θεοφρούρητος — θεοφρούρητος, ον (Μ) (για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και για το βυζαντινό κράτος) αυτός που φρουρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρούρητος (< φρουρώ), πρβλ. α φρούρητος, νυκτι φρούρητος] … Dictionary of Greek