-
1 νυκτι-λαμπής
νυκτι-λαμπής, ές, bei Nacht leuchtend; Simonid. 7, 8 bei D. Hal. C. V. 26 (Schaef. p. 434), von der Danae, σὺ – κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, in dem Kasten, Kerker, in welchem nur die Nacht scheint, der wie die Nacht leuchtet, dah. dunkel ist, wofür Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaef. νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος stehen und »von Nacht umgeben« heißen soll) vermuthete, aber es ist Nichts zu ändern.
-
2 νυκτιλαμπής
νυκτῐ-λαμπής, ές, ([etym.] λάμπω) epith. of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon.37.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιλαμπής
-
3 νυκτιλαμπής
νυκτι-λαμπής, ές, bei Nacht leuchtend; von der Danae, σὺ κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, in dem Kasten, Kerker, in welchem nur die Nacht scheint, der wie die Nacht leuchtet, dah. dunkel ist
См. также в других словарях:
καλλιλαμπής — καλλιλαμπής, ές (Μ) λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. ανισο λαμπής, νυκτι λαμπής) … Dictionary of Greek
πυριλαμπής — ές, Α αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῑς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι λαμπής, φωτολαμπής] … Dictionary of Greek
νυκτιλαμπής — νυκτιλαμπής, ές (Α) αυτός που λάμπει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λαμπής (< λάμπω)] … Dictionary of Greek