-
1 νυκτηγορια
ἥ ночное совещание или решение ночного совещанияτίν΄ ἔχων νυκτηγορίαν ; Eur. — какое решение принято ночью?
См. также в других словарях:
νυκτηγορία — νυκτηγορία, ἡ (Α) [νυκτηγορώ] ανακοίνωση ή ομιλία σε νυχτερινή συνάθροιση («τί... κινεῑς στρατιάν; τίν ἔχων νυκτηγορίαν; Ευρ.) … Dictionary of Greek
νυκτηγορίᾳ — νυκτηγορίαι , νυκτηγορία nightly speech fem nom/voc pl νυκτηγορίᾱͅ , νυκτηγορία nightly speech fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτηγορίαν — νυκτηγορίᾱν , νυκτηγορία nightly speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)