-
1 νυκτερετης
-
2 νυκτερέτης
νυκτερέτηςone who rows: masc nom sg -
3 νυκτερέτης
A one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτερέτης
-
4 νυκτερέτης
νυκτ-ερέτης, ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtfischer
См. также в других словарях:
νυκτερέτης — νυκτερέτης, ὁ (Α) αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ ερέτης)] … Dictionary of Greek
νυκτερέτης — one who rows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek