Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νυκτερωπός

См. также в других словарях:

  • νυκτερωπός — νυκτερωπός, όν (Α) [νύκτερος] 1. αυτός που φαίνεται κατά τη διάρκεια τή νύχτας 2. αυτός που μοιάζει με νύχτα, ο σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • νυκτερωπόν — νυκτερωπός appearing by night masc/fem acc sg νυκτερωπός appearing by night neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • νυκτωπός — νυκτωπός, όν (Α) [νυξ] νυκτερωπός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»