-
1 νυκτερευτικος
См. также в других словарях:
νυκτερευτικός — νυκτερευτικός, ή, όν (Α) [νυκτερεύω] κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.) … Dictionary of Greek
νυκτερευτικάς — νυκτερευτικά̱ς , νυκτερευτικός fit for hunting by night fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)