-
1 νυκτί-φαντος
νυκτί-φαντος, bei Nacht erscheinend, nächtlich, Eur. Hel. 576.
-
2 νυκτίφαντος
νυκτῐ-φαντος, ον,A appearing by night, (cod. [voice] Med., cf. sq.): generally, nightly,νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel. 570
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτίφαντος
-
3 νυκτίφαντος
νυκτί-φαντος, bei Nacht erscheinend, nächtlich -
4 νυκτιφαντος
См. также в других словарях:
τηλέφαντος — και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, ον, Α ο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαντος / φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος, ὑπέρ φατος. Ο τ. τηλεσί φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε σι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολύφαντος — ον, Α περίοπτος, περίβλεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φαντός (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος] … Dictionary of Greek
νυκτίφαντος — νυκτίφαντος, ον (Α) 1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.) 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό φαντος] … Dictionary of Greek