-
1 νυκτί-μορφος
νυκτί-μορφος, wie die Nacht gestaltet, Eust. 622, 35.
-
2 νυκτίμορφος
См. также в других словарях:
νυκτίμορφος — νυκτίμορφος, ον (Μ) αυτός που έχει τη μορφή τής νύχτας, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek