-
1 ντροπιάρης
(ισσ)α, ικρ 1. см. ντροπαλός;2. (ο, η, τό) робкий, стыдливый, застенчивый человек -
2 застенчивый
застенчивый 1. ντροπαλός, ντροπιάρης 2. м о ντροπιάρης* * *1.ντροπαλός, ντροπιάρης2. мο ντροπιάρης -
3 застенчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оντροπαλός, ντροπιάρικος, ντροπιάρης, συνεσταλμένος, συσταζούμενος.
См. также в других словарях:
ντροπιάρης — α, ικο πολύ ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντροπή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ντροπιάρικος — η, ο [ντροπιάρης] 1. ντροπιάρης 2. αυτός που προξενεί ντροπή … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
εντροπιάρης — α, ικο και ντροπιάρης, α, ικο ντροπαλός, συνεσταλμένος … Dictionary of Greek