Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ντροπιάρης

См. также в других словарях:

  • ντροπιάρης — α, ικο πολύ ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντροπή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ντροπιάρικος — η, ο [ντροπιάρης] 1. ντροπιάρης 2. αυτός που προξενεί ντροπή …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • εντροπιάρης — α, ικο και ντροπιάρης, α, ικο ντροπαλός, συνεσταλμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»