-
1 νοοπληκτος
См. также в других словарях:
νοόπληκτος — νοόπληκτος, ον (Α) αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό πληκτος, φρενό πληκτος] … Dictionary of Greek
νοοπλήκτου — νοόπληκτος palsying the mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοπλήξ — νοοπλήξ, ῆγος, ὁ και ἡ (Α) νοόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, λινο πλήξ] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek