-
1 νοθεία
νοθείᾱ, νοθείαbirth out of wedlock: fem nom /voc /acc dualνοθείᾱ, νοθείαbirth out of wedlock: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)νοθείᾱ, νοθεῖοςof: fem nom /voc /acc dualνοθείᾱ, νοθεῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————νοθείᾱͅ, νοθείαbirth out of wedlock: fem dat sg (attic doric aeolic)νοθείᾱͅ, νοθεῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 νοθεία
νοθεία, ἡ, uneheliche Geburt, der Stand unehelicher Kinder, Plut. Them. 1 u. a. Sp.
-
3 νοθεια
ἡ незаконнорожденность, внебрачность Plut. -
4 νοθεία
νοθεία, ἡ, uneheliche Geburt, der Stand unehelicher Kinder -
5 νοθείᾳ
Βλ. λ. νοθεία -
6 νοθεία
η фальшивка -
7 νοθεία
[нотиа] ουσ. Θ. внебрачное рождение, подделка фальсификация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νοθεία
-
8 νοθεία
[нотиа] ουσ θ внебрачное рождение, подделка фальсификация. -
9 νοθεία
νοθ-εία, ἡ, -
10 νοθεία
hile, safiyeti bozma -
11 νοθείας
νοθείᾱς, νοθείαbirth out of wedlock: fem acc plνοθείᾱς, νοθείαbirth out of wedlock: fem gen sg (attic doric aeolic)νοθείᾱς, νοθεῖοςof: fem acc plνοθείᾱς, νοθεῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 νοθείαν
νοθείᾱν, νοθείαbirth out of wedlock: fem acc sg (attic doric aeolic)νοθείᾱν, νοθεῖοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 νοθείαις
νοθείαbirth out of wedlock: fem dat plνοθεῖοςof: fem dat pl -
14 νοθεῖος
νοθεῖος, den Unehelichen, Unächten betreffend; τὰ νοϑεῖα χρήματα, der Antheil des unehelichen Sohnes am väterlichen Erbe, Ar. Av. 1656; Beispiele aus den Rednern führt Harpocr. an, der sagt, daß der Betrag μέχρι χιλίων δραχμῶν ging.
-
15 ἐν-έχω
ἐν-έχω (s. ἔχω), darin haben, festhalten; χόλον τινί, dauernden Groll gegen Jemanden in sich hegen, Her. 1, 118 u. öfter; pass. mit fut. ἐνέξομαι, aor. ἐνεσχέϑην u. ἐνεσχόμην, in Etwas, von Etwas gehalten werden, τῇ πάγῃ 2, 121, wie ἐνσχεϑεὶς ὥσπερ δεσμῷ Plut. Philop. 6; übertr., unterworfen sein einer Sache, durch sie gefesselt werden, οὐ δικαίοις Ζεὺς ἐνέξεται λόγοις Aesch. Suppl. 160; τύχᾳ ἐνέχει Soph. Phil. 1086, nach Hermanns Emend. für ἔχει, du wirst gefesselt; φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται Eur. I. A. 527; vgl. Pind. P. 8, 51; ἐν ϑωύματι μεγάλῳ ἐνέσχετο Her. 7, 128. 9, 37, er staunte; ἐν ἀπορίῃσι, ἐν κακῷ, 4, 131. 9, 37; ὀνείδει, ἀρᾷ, behaftet, belastet damit, Plat. Legg. VII, 808 e IX, 881 d, wie ἐν τῷ ἄγεϊ, mit dem Fluche belastet, Her. 6, 56; ἐν τοῖς νόμοις Plat. Legg. VI, 762 d, wie ζημίᾳ, αἰτίαις, XI, 935 c Crit. 52 a, vgl. ἔνοχος; so Folgde, bes. Redner, z. B. τοῖς ἐπιτιμίοις ἐνέξεται, unterworfen sein, Dem. 51, 11; ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἐνέχεσϑαι Aesch. 3, 175; Sp., wie νόμῳ Plut. Tib. Graech. 10; νοϑείᾳ, von dem Vorwurfe der Unächtheit getroffen, Them. 1; – eigtl. ἐνέσχετο ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι, er verwickelte sich darin, Plat. Lach. 183 e; ἐνεχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς, blieben darin hangen, Xen. An. 7, 4, 17; ἐν ταύτῃ ἐνέσχετο, bei dieser blieb er stehen, Plat. Theaet. 147 d. – Intr., darin haften, stecken bleiben, ἡ αἰχμὴ κατὰ τὸ ἰνίον Plut. Pomp. 71; hineinfallen. Xen. Cyn. 10, 7. – Im N. T. = Einem aufsäßig sein.
-
16 фальсификаторция
фальсификатор||цияж ἡ παραχάραξη, ἡ παραποίηση/ ἡ δια-στρέβλωση [-ις] (тк. фактов и т. п.)/ ἡ νοθεία (выборов:тж. продуктов и т. п.)/ ἡ κιβδηλία (тк. денег)/ ἡ νόθευση (тк. продуктов и т. г».). -
17 νόθευση
[-ις (-εως)] η см. νοθεία -
18 νοθεί'
-
19 νοθεῖ'
-
20 фальсификация
-и θ.1. παραποίηση• πλαστότητα κιβδηλία• καλπουζανιά•фальсификация документов παλστογράφηση εγγράφων•
фальсификация выборов η νοθεία των εκλογών•
фальсификация вина νόθευση κρασιού•
фальсификация выборов καλπονόθευση εκλογών.
2. διαστρεύ-λωση•фальсификация исторических фактов διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων.
3. αντικείμενο ψεύτικο, κάλπικο, κίβδηλο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νοθεία — νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείᾳ — νοθείᾱͅ , νοθεία birth out of wedlock fem dat sg (attic doric aeolic) νοθείᾱͅ , νοθεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθεία — Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η… … Dictionary of Greek
νοθεία — η πράξη του νοθεύω, νόθευση, παραποίηση: Έμπορος καταδικάστηκε για νοθεία φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοθείας — νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem acc pl νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem gen sg (attic doric aeolic) νοθείᾱς , νοθεῖος of fem acc pl νοθείᾱς , νοθεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείαν — νοθείᾱν , νοθεία birth out of wedlock fem acc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱν , νοθεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείαις — νοθεία birth out of wedlock fem dat pl νοθεῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
νοθείος — νοθεῑος, εία, ον, ουδ. και νόθειον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα) η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek