-
1 εμος
31) мой, принадлежащий мнеἐ. αὐτοῦ Hom. — мой собственный;
τὸ ἐμόν и τὰ ἐμά Trag. etc. — мое достояние, мое дело, мое положение, моя участь или моя обязанность;ἥ ἐμή (sc. γνώμη) Plat. — мое мнение;ἥ ἐμή (sc. γῆ) Thuc. — моя родина;2) относящийся или обращенный ко мнеἐμέ ἀγγελίη Hom. — весть обо мне;
τἀμὰ νουθετήματα Soph. — даваемые мне наставления;τέν ἐμέν αἰδῶ μεθείς Aesch. — отбросив почтительный страх передо мной;ἥ ἐμέ δωρεά Xen. — преподнесенный мне дар;αἱ ἐμαὴ διαβολαί Thuc. — возводимая на меня клевета -
2 ευλογος
21) разумный, основательный, здравый(νουθετήματα Aesch.)
εὔλογόν (sc. ἐστι) μεγάλης τινὸς διανοίας ἔκγονον εἶναι τὸν Δία Plat. — разумно (предположить), что Зевс есть порождение высшего рассудка2) вероятный, правдоподобный, тж. благовидный(πρόφασις Thuc., Dem., Arst., Polyb.)
-
3 νουθετημα
См. также в других словарях:
νουθετήματα — νουθέτημα admonition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek
νουθέτημα — το (ΑΜ νουθέτημα) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek