Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νουθετ-έω

См. также в других словарях:

  • σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων …   Dictionary of Greek

  • υστερησμός — ὁ, Μ καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστερῶ + κατάλ. η σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγ ησμός: ναυαγῶ, νουθετ ησμός: νουθετῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»