-
1 νουθετεία
νουθετ-εία, ἡ, = foreg., Phld.Hom.p.12 O., Lib.p.31 O., Pl.(?)ap. Poll.9.139 (perh. to be read in E.HF 1256 (pl.)):—also [suff] νουθετ-ία, ἡ, Phryn. PSp.35 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετεία
-
2 νουθετέω
A put in mind: hence, admonish, warn, re- buke, c. acc. pers., Hdt.2.173 ;παραινεῖν ν. τε τὸν κακῶς πράσσοντα A. Pr. 266
;οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε S.El. 595
; κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ Id.Ph. 1283 ;Ἔρωτα Lyr.Alex.Adesp. 8
(a): c. acc. rei,ν. τάδε S.El. 1025
, cf.Ar.V. 732 (lyr.) ; advise concerning,μηχανήματα E.HF 855
(troch.): c. dupl. acc., ;ἅπερ με νουθετεῖς E.Supp. 337
, cf. Or. 299 ;ν. τινὰ ὡς.. X.Cyr.8.2.15
:—[voice] Pass., S. OC 1193, E.Med.29, etc. ;πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Pl.Hp.Ma. 301c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετέω
-
3 νουθέτημα
A admonition, warning, A.Pers. 830 (pl.), E.Fr. 962 (pl.), Pl. Grg. 525c (pl.), etc.; τἀμὰ νουθετήματα given [by you] to me, S.El. 343.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθέτημα
-
4 νουθέτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθέτησις
-
5 νουθετησμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετησμός
-
6 νουθετητέος
2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol. 1260b6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετητέος
-
7 νουθετητής
A monitor, Ph.2.519 : as Adj.,ν. λόγος Id.1.171
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετητής
-
8 νουθετητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετητικός
-
9 νουθετία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετία
-
10 νουθετικός
A = νουθετητικός, λόγοι X.Mem.1.2.21 ;τὸ ν. Demetr.Eloc. 298
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετικός
-
11 νουθετισμός
A v. νουθετησμός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθετισμός
См. также в других словарях:
σκαριφησμός — ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο νεοελλ. ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων … Dictionary of Greek
υστερησμός — ὁ, Μ καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστερῶ + κατάλ. η σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγ ησμός: ναυαγῶ, νουθετ ησμός: νουθετῶ] … Dictionary of Greek