-
1 νουθεσία
νουθεσίᾱ, νουθεσίαfem nom /voc /acc dualνουθεσίᾱ, νουθεσίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————νουθεσίαι, νουθεσίαfem nom /voc plνουθεσίᾱͅ, νουθεσίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 νουθεσια
-
3 νουθεσία
νουθεσία, ας, ἡ (νουθετέω; Aristoph., Ran. 1009; Diod S 15, 7, 1; BGU 613, 21; PAmh 84, 21; Wsd 16:6; TestReub 3:8; Philo, Mos. 1, 119 al.; Jos., Ant. 3, 311; Just., A I, 67, 4; Did.; Lob. on Phryn. 512) counsel about avoidance or cessation of an improper course of conduct, admonition, instruction. In gener., w. παιδεία (as Philo, Deus Imm. 54; cp. De Mut. 135) Eph 6:4 νουθ. κυρίου (=Christian instruction).—Of historical incidents used as an example or warning to discourage improper conduct γράφειν πρὸς ν. τινός write as a warning for someone 1 Cor 10:11 (πρὸς ν. τινός as Philo, De Praem. 133).—Of quiet reproof about repetition of an improper course of conduct admonition, rebuke Tit 3:10.—Beside πίστις, ὑπομονή, μακροθυμία IEph 3:1.—DELG s.v. νόος. M-M. TW. Spicq. -
4 νουθεσίᾳ
Βλ. λ. νουθεσία -
5 νουθεσία
{сущ., 3}увещевание, увещание, наставление, вразумление, уговоры.Синонимы: 3809 ( παιδεία).Ссылки: 1Кор. 10:11; Еф. 6:4; Тит. 3:10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νουθεσία
-
6 νουθεσία
{сущ., 3}увещевание, увещание, наставление, вразумление, уговоры.Синонимы: 3809 ( παιδεία).Ссылки: 1Кор. 10:11; Еф. 6:4; Тит. 3:10.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νουθεσία
-
7 νουθεσία
η наставление; нравоучение -
8 νουθεσία
увещевание, увещание, наставление, вразумление, уговоры; син. παιδεία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νουθεσία
-
9 νουθεσίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νουθεσίᾳ
-
10 νουθεσία
[нутэсиа] ουσ. Θ. наставление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νουθεσία
-
11 νουθεσία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Wis 16,6admonition, warningCf. LARCHER 1985, 898; SPICQ 1978a, 585-588; WALTERS 1973, 136; →NIDNTT -
12 νουθεσία
[нутэсиа] ουσ θ наставление. -
13 νουθεσία
A = νουθέτησις, Ar.Ra. 1009, Hp.Ep.17, AP 11.32 (Honest.), Plu.Lyc.25, Diog.Oen.33, Aret.CA1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νουθεσία
-
14 νουθεσία
admonitionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νουθεσία
-
15 νουθεσίας
νουθεσίᾱς, νουθεσίαfem acc plνουθεσίᾱς, νουθεσίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
16 νουθεσίαι
νουθεσίαfem nom /voc plνουθεσίᾱͅ, νουθεσίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
17 νουθεσίαν
νουθεσίᾱν, νουθεσίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
18 νουθεσίη
-
19 νουθεσίαις
νουθεσίαfem dat pl -
20 νουθεσίην
νουθεσίαfem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
νουθεσία — νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc/acc dual νουθεσίᾱ , νουθεσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίᾳ — νουθεσίαι , νουθεσία fem nom/voc pl νουθεσίᾱͅ , νουθεσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσία — η (ΑΜ νουθεσία, Α και νουθετία και ιων. τ. νουθεσίη, Μ και νουθεσία) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση και ιδίως εκείνη με ελαφρό τόνο μομφής, δασκάλεμα, ορμήνευμα μσν. 1. έλεγχος, επιτίμηση 2. διδασκαλία 3. καθοδήγηση … Dictionary of Greek
νουθεσία — η συμβουλή, παραίνεση, ορμήνια, δασκάλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νουθεσίας — νουθεσίᾱς , νουθεσία fem acc pl νουθεσίᾱς , νουθεσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίαι — νουθεσία fem nom/voc pl νουθεσίᾱͅ , νουθεσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίαν — νουθεσίᾱν , νουθεσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσιῶν — νουθεσία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίαις — νουθεσία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίη — νουθεσία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθεσίην — νουθεσία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)