Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νοτερός

См. также в других словарях:

  • νοτερός — damp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… …   Dictionary of Greek

  • νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοτεροί — νοτερός damp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»