-
1 νοσερός
A = νοσηρός, of symptoms, Hp.Aph.7.67;ν. κῶλον E.Or. 1016
(anap.); ν. κοίτα a bed of sickness, Id.Hipp. 131 (lyr.), cf. 179 (anap.);ν. χειμών Arist.Pr. 861b22
; νοσερά, opp. ὑγιεινά, Polystr.p.3 W., cf. Alex.Aphr. in Top. 71.2; unhealthy, of persons, Ph.1.198 ([comp] Sup.). Adv.-ρῶς, ἔχειν Arist.Pol. 1320b36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσερός
См. также в других словарях:
νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… … Dictionary of Greek
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek
τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek