-
1 νοσσάς
νοσσάς, άδος, ἡ, junge Henne, νοσσάδες ὄρνεις, Panyasis bei Ath. IX, 172 c.
-
2 νοσσὰς
A fowl, Panyas.26. -
3 νοσσάς
νοσσάς, άδος, ἡ, junge Henne -
4 νοσσάς
(-άδος), νοσσίδα [-ίς (-ίδος)] η молодка, молодая курица
См. также в других словарях:
νοσσάς — νοσσάς, ἡ (Α) νοσσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσσός (τ. τού νεοσσός*, με υφαίρεση) + κατάλ. άς (πρβλ. νευρ άς)] … Dictionary of Greek