Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νοσοτροφία

См. также в других словарях:

  • νοσοτροφία — νοσοτροφίᾱ , νοσοτροφία nursing of disease fem nom/voc/acc dual νοσοτροφίᾱ , νοσοτροφία nursing of disease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσοτροφία — νοσοτροφία, ἡ (Α) [νοσοτρόφος] 1. τρόπος διατροφής κατά τη διάρκεια τής ασθένειας 2. περίθαλψη αρρώστου, νοσηλεία …   Dictionary of Greek

  • νοσοτροφίαν — νοσοτροφίᾱν , νοσοτροφία nursing of disease fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσεξις — έξεως, ἡ, Α [προσέχω] προσοχή, προσήλωση («νοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῡ νοῡ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»