-
1 нездоровый
нездоровый 1) αδιάθετος·я \нездоровыйв είμαι αδιάθετος 2) (вредный) νοσηρός, ανθυγιεινός" \нездоровый климат το ανθυγιεινό κλίμα* * *1) αδιάθετοςя нездоро́в — είμαι αδιάθετος
2) ( вредный) νοσηρός, ανθυγιεινόςнездоро́вый кли́мат — το ανθυγιεινό κλίμα
-
2 болезненный
болезненн||ыйприл1. (склонный к заболеваниям, нездоровый) ἀσθενικός, φιλάσθενος, ἀρρωστιάρικος, νοσηρός;2. перен (преувеличенный) ἀρρωστιάρικος, νοσηρός:\болезненныйое самолюбие ἡ νοσηρή εὐθιξία;3. (причиняющий боль) ὁδυνηρός, ἀλγεινός. -
3 нездоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о.1. αδιάθετος• άρρωστος, ασθενής•я -ов είμαι άρρωστος.
|| ασθενικός, αρρωστιάρ ικος•нездоровый вид αρρωστιάρικη όψη.
2. βλαβερός στην υγεία, ανθυγιεινός, νοσηρός•-ая пища βλαβερή τροφή•
-ая местность ανθυγιεινό μέρος•
нездоровый климат νοσηρό κλίμα.
3. μτφ. νοσηρός ηθικά•-ая обстановка νοσηρό περιβάλλον.
-
4 болезнетворный
παθογόνοςνοσηρόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > болезнетворный
-
5 болезнетворный
болезнетворныйприл νοσογόνος, νοσηρός. -
6 вредный
вредн||ыйприл βλαβερός, ἐπιβλαβής, κακός/ νοσηρός, ἀνθυγιεινός (для здоровья)/ ἐπικίνδυνος (о человеке):\вредныйая привычка ἡ κακή συνήθεια· \вредныйое производство ἡ ἀνθυγιεινή δουλειά. -
7 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
8 болезненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -нно1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•
-ое состояние νοσηρή κατάσταση.
2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•-ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.
3. οδυνηρός•укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.
|| μτφ. θλιβερός•-ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.
-
9 болезнетворный
επ.παθογόνος, νοσηρός•-ые микробы παθογόνα μικρόβια.
См. также в других словарях:
νοσηρός — diseased masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
νοσηρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί βλάβη στην υγεία: Νοσηρό κλίμα. 2. Ο γεμάτος από αρρώστια, ο άρρωστος: Γενικά η κατάσταση του σώματος είναι νοσηρή. 3. μτφ., με την ηθική σημασία, ο όχι ομαλός και κανονικός: Νοσηρή φαντασία. – Νοσηρή σκέψη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοσηρότερον — νοσηρός diseased adverbial comp νοσηρός diseased masc acc comp sg νοσηρός diseased neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρῶν — νοσηρός diseased fem gen pl νοσηρός diseased masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρόν — νοσηρός diseased masc acc sg νοσηρός diseased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηροί — νοσηρός diseased masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηροῦ — νοσηρός diseased masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρούς — νοσηρός diseased masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρή — νοσηρός diseased fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσηρήν — νοσηρός diseased fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)